ολοσχερής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολοσχερής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ολοσχερής, -ής, -ές

  1. ολοκληρωτικός, σε απόλυτο βαθμό
    ολοσχερής καταστροφή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]