ούριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ούριος < αρχαία ελληνική οὔριος < αρχαία ελληνική οὖρος
Επίθετο[επεξεργασία]
ούριος
- χαρακτηρισμός για άνεμο που πνέει προς την κατεύθυνση της κίνησης ενός πλοίου, ευνοϊκός