οὖρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οὖρος | οἱ | οὖροι |
γενική | τοῦ | οὔρου | τῶν | οὔρων |
δοτική | τῷ | οὔρῳ | τοῖς | οὔροις |
αιτιατική | τὸν | οὖρον | τοὺς | οὔρους |
κλητική ὦ! | οὖρε | οὖροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὔρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οὔροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- οὖρος: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wer- (αντιλαμβάνομαι) (συγγενές του ὁράω / ὁρῶ) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sorwos (φύλακας)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οὖρος, -ου αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οὖρος, -ου αρσενικό
- (άνεμος) ο ευνοϊκός άνεμος
- (μεταφορικά) η ευκαιρία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- οὖρος: διαλεκτικός τύπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οὖρος, -ου αρσενικό
- ιωνικός τύπος του ὅρος: όρος, όριο, σύνορο
Ετυμολογία 4
[επεξεργασία]- οὖρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οὖρος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (θηλαστικό ζώο) είδος άγριου ταύρου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- οὖρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὖρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Άνεμοι (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Ιωνική διάλεκτος
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Θηλαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Ζώα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)