επιστάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιστάτης οι επιστάτες
      γενική του επιστάτη των επιστατών
    αιτιατική τον επιστάτη τους επιστάτες
     κλητική επιστάτη επιστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστάτης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐στά‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιστάτης αρσενικό (θηλυκό επιστάτρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]