παραγεμιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παραγεμιστά < παραγεμιστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγεμιστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα γεμιστά (λαχανικά γεμισμένα)
- γλυκίσματα γεμισμένα πχ με ξηρούς καρπούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγεμιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παραγεμιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραγεμιστό