παρατεντώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παρατεντώνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μην παρατεντώνεις το σκοινί, θα σπάσει
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρατεντώνω | παρατέντωνα | θα παρατεντώνω | να παρατεντώνω | παρατεντώνοντας | |
β' ενικ. | παρατεντώνεις | παρατέντωνες | θα παρατεντώνεις | να παρατεντώνεις | παρατέντωνε | |
γ' ενικ. | παρατεντώνει | παρατέντωνε | θα παρατεντώνει | να παρατεντώνει | ||
α' πληθ. | παρατεντώνουμε | παρατεντώναμε | θα παρατεντώνουμε | να παρατεντώνουμε | ||
β' πληθ. | παρατεντώνετε | παρατεντώνατε | θα παρατεντώνετε | να παρατεντώνετε | παρατεντώνετε | |
γ' πληθ. | παρατεντώνουν(ε) | παρατέντωναν παρατεντώναν(ε) |
θα παρατεντώνουν(ε) | να παρατεντώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρατέντωσα | θα παρατεντώσω | να παρατεντώσω | παρατεντώσει | ||
β' ενικ. | παρατέντωσες | θα παρατεντώσεις | να παρατεντώσεις | παρατέντωσε | ||
γ' ενικ. | παρατέντωσε | θα παρατεντώσει | να παρατεντώσει | |||
α' πληθ. | παρατεντώσαμε | θα παρατεντώσουμε | να παρατεντώσουμε | |||
β' πληθ. | παρατεντώσατε | θα παρατεντώσετε | να παρατεντώσετε | παρατεντώστε | ||
γ' πληθ. | παρατέντωσαν παρατεντώσαν(ε) |
θα παρατεντώσουν(ε) | να παρατεντώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρατεντώσει | είχα παρατεντώσει | θα έχω παρατεντώσει | να έχω παρατεντώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρατεντώσει | είχες παρατεντώσει | θα έχεις παρατεντώσει | να έχεις παρατεντώσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρατεντώσει | είχε παρατεντώσει | θα έχει παρατεντώσει | να έχει παρατεντώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρατεντώσει | είχαμε παρατεντώσει | θα έχουμε παρατεντώσει | να έχουμε παρατεντώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρατεντώσει | είχατε παρατεντώσει | θα έχετε παρατεντώσει | να έχετε παρατεντώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρατεντώσει | είχαν παρατεντώσει | θα έχουν παρατεντώσει | να έχουν παρατεντώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρατεντώνω
|