παριστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παριστώ < ελληνιστική κοινή παριστάω / παριστῶ < αρχαία ελληνική ἵστημι
Ρήμα[επεξεργασία]
παριστώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του παριστάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παριστώ
|