περιττεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιττεύω < αρχαία ελληνική περιττεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

περιττεύω

  1. είμαι περιττός, δεν με χρειάζεται κανείς
    αυτή τη στιγμή τα λόγια περιττεύουν· χρειαζόμαστε δράση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιττεύω < περισσεύω (μετατροπή του διπλού σίγμα σε διπλό ταυ)

Ρήμα[επεξεργασία]

περιττεύω