πιάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος πιάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

πιάνομαι

  1. για ένα κινούμενο αντικείμενο που ακινητοποιείται με τα χέρια
    αυτό το πέναλντι δεν πιανόταν
  2. συλλαμβάνομαι
    πιάστηκαν οι ληστές
  3. νιώθω σωματικό πόνο ή ενόχληση που δυσκολεύει την κίνηση´
    πιάστηκα οδηγώντας τόσες ώρες
  4. μετράω ως, με υπολογίζουν ως, με αναγνωρίζουν

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]