πιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιάνω, πιάνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]πιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πιάνω