πλειοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλειοδοτώ < από το πλειοδότης

Ρήμα[επεξεργασία]

πλειοδοτώ

  1. κάνω μεγαλύτερη προσφορά σε δημοπρασία ή πλειστηριασμό, για να αποκτήσω κάτι
    Λέγεται πως μια μεγάλη ισπανική ομάδα πλειοδοτεί για την απόκτηση του νεαρού παίκτη.
  2. κάνω καλύτερη προσφορά για να αναλάβω την εκτέλεση έργου
    Τελικά, η κοινοπραξία πλειοδότησε και ανέλαβε το έργο του νέου αυτοκινητόδρομου.
  3. (μεταφορικά) υπερθεματίζω, υποστηρίζω ένα θέμα ή μια άποψη, προτείνοντας κάτι παραπάνω
    Αναμένεται πως η αντιπολίτευση θα πλειοδοτήσει στη συζήτηση για το νομοσχέδιο.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]