προύχων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προὔχων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προύχων, -οντος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]