πρόσκαιρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόσκαιρα < πρόσκαιρος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πρόσκαιρα

  1. για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο καιρό
    η κατάσταση βελτιώθηκε πρόσκαιρα, αλλά είναι βέβαιο ότι σύντομα θα επιδεινωθεί ξανά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]