ρεμπετεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρεμπετεύω
- (σπάνιο) είμαι ρεμπέτης ή ζω σαν αυτούς
- (σπάνιο, μεταφορικά, κατ’ επέκταση) γλεντοκοπώ και ασωτεύω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρεμπετεύω | ρεμπέτευα | θα ρεμπετεύω | να ρεμπετεύω | ρεμπετεύοντας | |
β' ενικ. | ρεμπετεύεις | ρεμπέτευες | θα ρεμπετεύεις | να ρεμπετεύεις | ρεμπέτευε | |
γ' ενικ. | ρεμπετεύει | ρεμπέτευε | θα ρεμπετεύει | να ρεμπετεύει | ||
α' πληθ. | ρεμπετεύουμε | ρεμπετεύαμε | θα ρεμπετεύουμε | να ρεμπετεύουμε | ||
β' πληθ. | ρεμπετεύετε | ρεμπετεύατε | θα ρεμπετεύετε | να ρεμπετεύετε | ρεμπετεύετε | |
γ' πληθ. | ρεμπετεύουν(ε) | ρεμπέτευαν ρεμπετεύαν(ε) |
θα ρεμπετεύουν(ε) | να ρεμπετεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρεμπέτεψα | θα ρεμπετέψω | να ρεμπετέψω | ρεμπετέψει | ||
β' ενικ. | ρεμπέτεψες | θα ρεμπετέψεις | να ρεμπετέψεις | ρεμπέτεψε | ||
γ' ενικ. | ρεμπέτεψε | θα ρεμπετέψει | να ρεμπετέψει | |||
α' πληθ. | ρεμπετέψαμε | θα ρεμπετέψουμε | να ρεμπετέψουμε | |||
β' πληθ. | ρεμπετέψατε | θα ρεμπετέψετε | να ρεμπετέψετε | ρεμπετέψτε | ||
γ' πληθ. | ρεμπέτεψαν ρεμπετέψαν(ε) |
θα ρεμπετέψουν(ε) | να ρεμπετέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρεμπετέψει | είχα ρεμπετέψει | θα έχω ρεμπετέψει | να έχω ρεμπετέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ρεμπετέψει | είχες ρεμπετέψει | θα έχεις ρεμπετέψει | να έχεις ρεμπετέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ρεμπετέψει | είχε ρεμπετέψει | θα έχει ρεμπετέψει | να έχει ρεμπετέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρεμπετέψει | είχαμε ρεμπετέψει | θα έχουμε ρεμπετέψει | να έχουμε ρεμπετέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ρεμπετέψει | είχατε ρεμπετέψει | θα έχετε ρεμπετέψει | να έχετε ρεμπετέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρεμπετέψει | είχαν ρεμπετέψει | θα έχουν ρεμπετέψει | να έχουν ρεμπετέψει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεμπετεύω
|