ρεσεψιονίστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεσεψιονίστ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεσεψιονίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) υπάλληλος που υποδέχεται τους πελάτες στην ρεσεψιόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεσεψιονίστ