σημαδευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημαδευτής < σημαδεύω + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σημαδευτής αρσενικό, σημαδεύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σημαδευτής