σκουλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουλί < μεσαιωνική ελληνική σκουλλίν < σκολλίον < αρχαία ελληνική σκόλλυς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκουλί ουδέτερο

  1. δεσμίδα νήματος, ματσάκι
  2. τούφα, τσουλούφι
  3. θηλιά σε υφαντό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]