σταθεροποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταθεροποιούμαι < παθητική φωνή του σταθεροποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
σταθεροποιούμαι
- με σταθεροποιούν
- έρχομαι σε μια σταθερή κατάσταση, ιδίως μετά από περίοδο έντονων αρνητικών μεταβολών
- (για ασθενή) δε βρίσκομαι πια σε κρίσιμη κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω γιατρευτεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταθεροποιούμαι