στραταρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stɾa.taˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐κα‐ρί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
στραταρίζω, πρτ.: στρατάριζα, αόρ.: στρατάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (για νήπια) περπατώ για πρώτη φορά
- κάνω μικρά βήματα, βαδίζω σιγά-σιγά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραταρίζω | στρατάριζα | θα στραταρίζω | να στραταρίζω | στραταρίζοντας | |
β' ενικ. | στραταρίζεις | στρατάριζες | θα στραταρίζεις | να στραταρίζεις | στρατάριζε | |
γ' ενικ. | στραταρίζει | στρατάριζε | θα στραταρίζει | να στραταρίζει | ||
α' πληθ. | στραταρίζουμε | στραταρίζαμε | θα στραταρίζουμε | να στραταρίζουμε | ||
β' πληθ. | στραταρίζετε | στραταρίζατε | θα στραταρίζετε | να στραταρίζετε | στραταρίζετε | |
γ' πληθ. | στραταρίζουν(ε) | στρατάριζαν στραταρίζαν(ε) |
θα στραταρίζουν(ε) | να στραταρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρατάρισα | θα στραταρίσω | να στραταρίσω | στραταρίσει | ||
β' ενικ. | στρατάρισες | θα στραταρίσεις | να στραταρίσεις | στρατάρισε | ||
γ' ενικ. | στρατάρισε | θα στραταρίσει | να στραταρίσει | |||
α' πληθ. | στραταρίσαμε | θα στραταρίσουμε | να στραταρίσουμε | |||
β' πληθ. | στραταρίσατε | θα στραταρίσετε | να στραταρίσετε | στραταρίστε | ||
γ' πληθ. | στρατάρισαν στραταρίσαν(ε) |
θα στραταρίσουν(ε) | να στραταρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στραταρίσει | είχα στραταρίσει | θα έχω στραταρίσει | να έχω στραταρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στραταρίσει | είχες στραταρίσει | θα έχεις στραταρίσει | να έχεις στραταρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στραταρίσει | είχε στραταρίσει | θα έχει στραταρίσει | να έχει στραταρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στραταρίσει | είχαμε στραταρίσει | θα έχουμε στραταρίσει | να έχουμε στραταρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στραταρίσει | είχατε στραταρίσει | θα έχετε στραταρίσει | να έχετε στραταρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στραταρίσει | είχαν στραταρίσει | θα έχουν στραταρίσει | να έχουν στραταρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στραταρίζω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)