συγκρατούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾaˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐κρα‐τού‐μαι
- ομόηχο: συγκρατούμε
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συγκρατούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος συγκρατώ
- άλλες μορφές: συγκρατιούμαι (σπανιότερο, προφορικό), συγκρατιέμαι (λιγότερο λόγιο)