ταχταρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχταρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ταχταρίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταχταρίζω | ταχτάριζα | θα ταχταρίζω | να ταχταρίζω | ταχταρίζοντας | |
β' ενικ. | ταχταρίζεις | ταχτάριζες | θα ταχταρίζεις | να ταχταρίζεις | ταχτάριζε | |
γ' ενικ. | ταχταρίζει | ταχτάριζε | θα ταχταρίζει | να ταχταρίζει | ||
α' πληθ. | ταχταρίζουμε | ταχταρίζαμε | θα ταχταρίζουμε | να ταχταρίζουμε | ||
β' πληθ. | ταχταρίζετε | ταχταρίζατε | θα ταχταρίζετε | να ταχταρίζετε | ταχταρίζετε | |
γ' πληθ. | ταχταρίζουν(ε) | ταχτάριζαν ταχταρίζαν(ε) |
θα ταχταρίζουν(ε) | να ταχταρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταχτάρισα | θα ταχταρίσω | να ταχταρίσω | ταχταρίσει | ||
β' ενικ. | ταχτάρισες | θα ταχταρίσεις | να ταχταρίσεις | ταχτάρισε | ||
γ' ενικ. | ταχτάρισε | θα ταχταρίσει | να ταχταρίσει | |||
α' πληθ. | ταχταρίσαμε | θα ταχταρίσουμε | να ταχταρίσουμε | |||
β' πληθ. | ταχταρίσατε | θα ταχταρίσετε | να ταχταρίσετε | ταχταρίστε | ||
γ' πληθ. | ταχτάρισαν ταχταρίσαν(ε) |
θα ταχταρίσουν(ε) | να ταχταρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταχταρίσει | είχα ταχταρίσει | θα έχω ταχταρίσει | να έχω ταχταρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταχταρίσει | είχες ταχταρίσει | θα έχεις ταχταρίσει | να έχεις ταχταρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταχταρίσει | είχε ταχταρίσει | θα έχει ταχταρίσει | να έχει ταχταρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταχταρίσει | είχαμε ταχταρίσει | θα έχουμε ταχταρίσει | να έχουμε ταχταρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταχταρίσει | είχατε ταχταρίσει | θα έχετε ταχταρίσει | να έχετε ταχταρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταχταρίσει | είχαν ταχταρίσει | θα έχουν ταχταρίσει | να έχουν ταχταρίσει |
|