τερατολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τερατολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τερατολογώ < αρχαία ελληνική τερατολογέω / τερατολογῶ < τερατολόγος < τέρας + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

τερατολογώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]