τροχοπεδιλοδρομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχοπεδιλοδρομώ < τροχοπέδιλ(ο) + -ο- + -δρομώ

Ρήμα[επεξεργασία]

τροχοπεδιλοδρομώ, αόρ.: τροχοπεδιλοδρόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]