υγραίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγραίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος υγραίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

υγραίνομαι, πρτ.: υγραινόμουν, στ.μέλλ.: θα υγρανθώ, αόρ.: υγράνθηκα

  1. γίνομαι επιφανειακά υγρός, καλύπτομαι με μια υγρή ουσία
    υγράνθηκαν τα μάτια του (δάκρυσε)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]