υγραίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγραίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος υγραίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
υγραίνομαι, πρτ.: υγραινόμουν, στ.μέλλ.: θα υγρανθώ, αόρ.: υγράνθηκα
- γίνομαι επιφανειακά υγρός, καλύπτομαι με μια υγρή ουσία
- υγράνθηκαν τα μάτια του (δάκρυσε)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγραίνομαι
|