υπερβατό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υπερβατό
ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, σχήμα λόγου, όταν ανάμεσα σε δυο λέξεις με στενή λογική σχέση παρεμβάλλονται μια ή περισσότερες λέξεις με αντιφατική κυρίως σημασία προς αυτές.
«πίνω το ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι».