υπερβατό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

υπερβατό

ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, σχήμα λόγου, όταν ανάμεσα σε δυο λέξεις με στενή λογική σχέση παρεμβάλλονται μια ή περισσότερες λέξεις με αντιφατική κυρίως σημασία προς αυτές.

«πίνω το ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι».