υποδουλώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υποδουλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποδουλώνω
- θα υποδουλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποδουλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υποδουλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποδούλωση