φιλοκερδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοκερδής < αρχαία ελληνική φιλοκερδής < φίλος + κέρδος
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλοκερδής
- εκείνος που αγαπά το κέρδος περισσότερο από το αποδεκτό, ο άπληστος, ο κερδοσκόπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοκερδής
|