φοινικόπτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοινικόπτερος < φοινικιοῦς+ πτερόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φοινικόπτερος
Επίθετο[επεξεργασία]
φοινικόπτερος ὁ και ἡ, το φοινικόπτερον
- κάθε πτηνό που έχει κοκκινωπά φτερά
- φοινικόπτερος όρνις