φρεατίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρεατίς < υποκοριστικό της λεξης φρέαρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρεατίς θηλυκό

  1. (ναυτ.) ειδική θυρίδα υδροφόρων πλοίων από την οποία επιθεωρείται προτού γεμίσει με νερό
  2. βαθιά στοά που συγκοινωνεί με υπόγειο υδατοφόρο ή υδροφόρο στρώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]