χαρακώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος χαρακώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

χαρακώνομαι, πρτ.: χαρακωνόμουν, στ.μέλλ.: θα χαρακωθώ, αόρ.: χαρακώθηκα, μτχ.π.π.: χαρακωμένος

  1. με χαρακώνουν
  2. (ιδιαίτερα) τραυματίζω τον εαυτό μου με αιχμηρό όργανο κάνοντας χαρακιές στο δέρμα μου

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]