χαρτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτώνω < χαρτ(ί) + -ώνω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1892.[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

χαρτώνω, πρτ.: χάρτωνα, αόρ.: χάρτωσα, παθ.φωνή: χαρτώνομαι, π.αόρ.: χαρτώθηκα, μτχ.π.π.: χαρτωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)