χειροδικώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροδικώ < αρχαία ελληνική χειροδικῶ < χειροδίκης < χείρ + δίκη
Ρήμα[επεξεργασία]
χειροδικώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειροδικώ
|