χορδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορδίζω < χορδή + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χορδίζω

  1. άλλη μορφή του κουρδίζω
  2. χορδοθετώ, τοποθετώ χορδές σε έγχορδα μουσικά όργανα
  3. (σπάνιο) κιθαρίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]