χρεοπιστώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρεοπιστώνω < πιστοχρεώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾe.o.piˈsto.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

χρεοπιστώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]