ψείρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψείρας < ψείρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψείρας αρσενικό, πληθ.: ψείρες
- αυτός που, από χαρακτήρα, ασχολείται εξαντλητικά με τις λεπτομέρειες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- σχολαστικός
- ενίοτε σημαίνει και: υποχόνδριος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψείρας