υποχόνδριος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποχόνδριος < αρχαία ελληνική ὑποχόνδριος < ὑπό + χόνδρος
Επίθετο
[επεξεργασία]υποχόνδριος, -α, -ο (συχνά και ως ουσιαστικό)
- που μεγαλοποιεί ασήμαντες σωματικές διαταραχές, που νιώθει συμπτώματα ασθένειας ή ασθενειών, ενώ είναι απόλυτα υγιής· κατά φαντασίαν ασθενής
- (μεταφορικά) υπερβολικά σχολαστικός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποχόνδριος
Πηγές
[επεξεργασία]- υποχόνδριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υποχόνδριος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)