ἀγαπητερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγαπητερά < ἀγαπητερ(ός) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀγαπητερά

  1. με τρόπο που μαρτυρεί αγάπη, με αγάπη
  2. φιλικά
  3.  συνώνυμα: ἀγαπητικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]