ἀφοδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀφοδεύω < αρχαία ελληνική ἀφοδεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀφοδεύω

  1. πολυτονική γραφή της λέξης αφοδεύω



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀφοδεύω < ἀφ- (ἀπό) + ὁδεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀφοδεύω

  1. αποβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα της πέψης
    Ὅταν δὲ ἀφοδεύῃ, τὰ σκέλεα ἐκτεινάτω: οὕτω γὰρ ἂνἥκιστα ἐκπίπτοι ἡ ἕδρη. (Ἱπποκράτης, Περὶ συρίγγων, 9)