ὁδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὁδεύω < ὁδός + -εύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ὁδεύω (en)