Ἅστιγγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Ἅστιγγος αρσενικό
- (καθαρεύουσα) γενική ενικού του Άστιγξ
- ↪ το ήξερες ότι εκτός από την Αθήνα, στο Μοναστηράκι, «Οδός Άστιγγος» υπάρχει επίσης στον Πειραιά και στην Πάτρα ;