ἑλκόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἑλκόω < ἓλκος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἑλκόω-ἑλκῶ
- τραυματίζω, πληγώνω
- προκαλώ την εμφάνιση πύου
- (για δέντρα) ανοίγω σχισμή
Συγγενικά[επεξεργασία]
στη νεοελληνική |
στην αρχαία γλώσσα
|