éducateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.dy.ka.tœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éducateur | éducateurs |
θηλυκό | éducatrice | éducatrices |
éducateur (fr) αρσενικό
- ο παιδαγωγός, ο εκπαιδευτικός