élevé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | élevé | élevés |
θηλυκό | élevée | élevées |
Επίθετο[επεξεργασία]
élevé (fr)
Μετοχή[επεξεργασία]
élevé (fr)
- → δείτε τη λέξη élever