γενναιόδωρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενναιόδωρος η γενναιόδωρη το γενναιόδωρο
      γενική του γενναιόδωρου της γενναιόδωρης του γενναιόδωρου
    αιτιατική τον γενναιόδωρο τη γενναιόδωρη το γενναιόδωρο
     κλητική γενναιόδωρε γενναιόδωρη γενναιόδωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενναιόδωροι οι γενναιόδωρες τα γενναιόδωρα
      γενική των γενναιόδωρων των γενναιόδωρων των γενναιόδωρων
    αιτιατική τους γενναιόδωρους τις γενναιόδωρες τα γενναιόδωρα
     κλητική γενναιόδωροι γενναιόδωρες γενναιόδωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενναιόδωρος < γενναίος + δώρο

Επίθετο[επεξεργασία]

γενναιόδωρος

  • αυτός που δίνει περισσότερο από ό,τι είναι αναγκαίο, που δίνει χωρίς να υπολογίζει
γενναιόδωρη πράξη
γενναιόδωρος προϋπολογισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]