émotif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émotif | émotifs |
θηλυκό | émotive | émotives |
émotif (fr)
- σχετικός με τη συγκίνηση
- ευσυγκίνητος, που έχει τάση να αισθάνεται έντονα τις συγκινήσεις