ĵuspasinta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ĵuspasinta < ĵus + pasinta

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ĵuspasinta ĵuspasintaj
αιτιατική ĵuspasintan ĵuspasintajn

ĵuspasinta (eo)

la ĵuspasinta sesio - η συνεδρίαση που μόλις έληξε

Άλλες γραφές[επεξεργασία]