ĵuspasinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵuspasinta | ĵuspasintaj |
αιτιατική | ĵuspasintan | ĵuspasintajn |
ĵuspasinta (eo)
- που μόλις έληξε
- la ĵuspasinta sesio - η συνεδρίαση που μόλις έληξε
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- jhuspasinta στο H-sistemo
- jxuspasinta στο X-sistemo