ŝminko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝminko | ŝminkoj |
αιτιατική | ŝminkon | ŝminkojn |
ŝminko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝminko | ŝminkoj |
αιτιατική | ŝminkon | ŝminkojn |
ŝminko (eo)