ŝranko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝranko | ŝrankoj |
αιτιατική | ŝrankon | ŝrankojn |
ŝranko (eo)
- η ντουλάπα
- skeleto en la ŝranko
- σκελετός στην ντουλάπα