Όρρου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Όρρου < γενική ενικού του αρσενικού Όρρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈo.ɾu/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Όρρου θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Κύπρος, Πίνακες Διοριστέων Ιούνιος 2023, ανακτήθηκε 18/11/2023 [1].


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Όρρου αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Παρώνυμα[επεξεργασία]