Αλέρτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αλέρτα
      γενική της Αλέρτας
    αιτιατική την Αλέρτα
     κλητική Αλέρτα
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλέρτα < ιταλική allerta < alla + erta < λατινική erectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος erigo

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλέρτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]